„κάθαρση“: θηλυκό κάθαρση [ˈkaθarsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reinigung, Läuterung, Katharsis Reinigungθηλυκό | Femininum, weiblich f κάθαρση εξαγνισμός Läuterungθηλυκό | Femininum, weiblich f κάθαρση εξαγνισμός κάθαρση εξαγνισμός Katharsisθηλυκό | Femininum, weiblich f κάθαρση ψυχολογία | Psychologieψυχολ κάθαρση ψυχολογία | Psychologieψυχολ