„ιτιά“: θηλυκό ιτιά [iˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Weide Weideθηλυκό | Femininum, weiblich f ιτιά βοτανική | Botanikβοτ ιτιά βοτανική | Botanikβοτ