„ιππασία“: θηλυκό ιππασία [ipaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reiten, Reitkunst, Reitsport, Reiterei Reitenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιππασία ιππασία Reitkunstθηλυκό | Femininum, weiblich f ιππασία τέχνη Reitereiθηλυκό | Femininum, weiblich f ιππασία τέχνη ιππασία τέχνη Reitsportαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιππασία αθλητισμός | Sportαθλ ιππασία αθλητισμός | Sportαθλ examples κάνω ιππασία reiten κάνω ιππασία