„ικετεύω“: μεταβατικό ρήμα ικετεύω [ikjeˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ευσα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) flehen, anflehen, beschwören flehen, anflehen, beschwören (να zu) ικετεύω ικετεύω