ικανοποιημένος
[ikanopiiˈmenos], ικανοποιημένη, ικανοποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   befriedigtικανοποιημένοςικανοποιημένος
-   zufriedenικανοποιημένος ευχαριστημένοςικανοποιημένος ευχαριστημένος
