„ιδεολογικός“ ιδεολογικός [iðeolojiˈkos], ιδεολογική, ιδεολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ideologisch ideologisch ιδεολογικός ιδεολογικός