θύελλα
[ˈθiela]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- έχει θύελλαes stürmt
- θύελλα διαμαρτυριώνProteststurmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θύελλα ενθουσιασμούBegeisterungssturmαρσενικό | Maskulinum, männlich m