„θυσιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα θυσιάζομαι [θisiˈazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich aufopfern sich aufopfern (για für) θυσιάζομαι θυσιάζομαι