„θρύψαλο“: ουδέτερο θρύψαλο [ˈθripsalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Scherbe Scherbeθηλυκό | Femininum, weiblich f θρύψαλο θρύψαλο