„θρόμβωση“: θηλυκό θρόμβωση [ˈθromvosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Thrombose Thromboseθηλυκό | Femininum, weiblich f θρόμβωση ιατρική | Medizinιατρ θρόμβωση ιατρική | Medizinιατρ