„θριαμβεύω“: αμετάβατο ρήμα θριαμβεύω [θriamˈvevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εύσα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) triumphieren triumphieren θριαμβεύω θριαμβεύω