„θνησιγονία“: θηλυκό θνησιγονία [θnisiɣoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Totgeburt Totgeburtθηλυκό | Femininum, weiblich f θνησιγονία θνησιγονία