„θλιμμένος“ θλιμμένος [θliˈmenos], θλιμμένη, θλιμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) traurig, betrübt, niedergeschlagen traurig, betrübt, niedergeschlagen θλιμμένος θλιμμένος