θηλασμός
[θilazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stillenουδέτερο | Neutrum, sächlich nθηλασμός βύζαγμαθηλασμός βύζαγμα
- Stillzeitθηλυκό | Femininum, weiblich fθηλασμός το χρονικό διάστημα του θηλασμούθηλασμός το χρονικό διάστημα του θηλασμού
- Saugenουδέτερο | Neutrum, sächlich nθηλασμός ρούφηγμαθηλασμός ρούφηγμα