„θερμόμετρο“: ουδέτερο θερμόμετρο [θerˈmometro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Thermometer Thermometerουδέτερο | Neutrum, sächlich n θερμόμετρο θερμόμετρο