θερμαίνω
[θerˈmeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -άνθηκα; -ασμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- θερμαίνω ζεσταίνω
- heizenθερμαίνω σπίτι, δωμάτιοθερμαίνω σπίτι, δωμάτιο
- aufmunternθερμαίνω δίνω θάρροςθερμαίνω δίνω θάρρος
- belebenθερμαίνω κάνω κάτι πιο φιλικό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθερμαίνω κάνω κάτι πιο φιλικό μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ