„θεραπεύτρια“: θηλυκό θεραπεύτρια [θeraˈpeftria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Therapeutin Therapeutinθηλυκό | Femininum, weiblich f θεραπεύτρια θεραπεύτρια