„θαμώνας“: αρσενικό και θηλυκό θαμώνας [θaˈmonas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stammgast Stammgastαρσενικό | Maskulinum, männlich m θαμώνας θαμώνας