„θαλασσώνω“: μεταβατικό ρήμα θαλασσώνω [θalaˈsono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ωσα; -ωμένος> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) durcheinanderbringen Mist bauen examples τα θαλασσώνω durcheinanderbringen τα θαλασσώνω τα θαλασσώνω Mist bauen τα θαλασσώνω