„θαλασσόνερο“: ουδέτερο θαλασσόνερο [θalaˈsonero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Meerwasser Meerwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n θαλασσόνερο θαλασσόνερο