θίασος
[ˈθiasos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Truppeθηλυκό | Femininum, weiblich fθίασος θεάτρου(Theater-)Ensembleουδέτερο | Neutrum, sächlich nθίασος θεάτρουθίασος θεάτρου