„θέσεις“: πληθυντικός θηλυκού θέσεις [ˈθesis]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bestuhlung Bestuhlungθηλυκό | Femininum, weiblich f θέσεις θέσεις