„ηττώμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ηττώμαι [iˈtome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unterliegen unterliegen (από κάποιον jemandem) ηττώμαι ηττώμαι