ησυχαστήριο
[isixasˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ruhestätteθηλυκό | Femininum, weiblich fησυχαστήριοησυχαστήριο
- Einkehrθηλυκό | Femininum, weiblich fησυχαστήριο θεολογικόςησυχαστήριο θεολογικός