ηρωικός
[iroiˈkos], ηρωική, ηρωικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- heldenhaft, heldenmütig, heroisch, Helden-ηρωικόςηρωικός
examples
- ηρωική ποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich fHeldendichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ηρωικό έποςουδέτερο | Neutrum, sächlich nHeldeneposουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-