„ημίγλυκος“ ημίγλυκος [iˈmiɣlikos], ημίγλυκη, ημίγλυκοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lieblich lieblich ημίγλυκος κρασί ημίγλυκος κρασί