ηλεκτρογεννήτρια
[ilektrojeˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Generatorαρσενικό | Maskulinum, männlich mηλεκτρογεννήτρια ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρηλεκτρογεννήτρια ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ