„ηγουμενείο“: ουδέτερο ηγουμενείο [iɣumeˈnio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abtei Abteiθηλυκό | Femininum, weiblich f ηγουμενείο ηγουμενείο