„ζύγισμα“: ουδέτερο ζύγισμα [ˈzijizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abwägung Abwägungθηλυκό | Femininum, weiblich f ζύγισμα ζύγισμα