„ζυθοποιείο“: ουδέτερο ζυθοποιείο [ziθopiˈio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brauerei Brauereiθηλυκό | Femininum, weiblich f ζυθοποιείο ζυθοποιείο