„ζοφερότητα“: θηλυκό ζοφερότητα [zofeˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trostlosigkeit Trostlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ζοφερότητα ζοφερότητα