„ζενίθ“: ουδέτερο ζενίθ [zeˈniθ]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zenit Zenitαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζενίθ ζενίθ