„ζεματίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ζεματίζομαι [zemaˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verbrühen sich verbrühen ζεματίζομαι καίγομαι ζεματίζομαι καίγομαι