ζαχαρότευτλο
[zaxaˈroteftlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zuckerrübeθηλυκό | Femininum, weiblich fζαχαρότευτλο βοτανική | Botanikβοτζαχαρότευτλο βοτανική | Botanikβοτ