„ζακέτα“: θηλυκό ζακέτα [zaˈkjeta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jacke, Jackett Jackeθηλυκό | Femininum, weiblich f ζακέτα Jackettουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζακέτα ζακέτα