„εύρετρα“: πληθυντικός ουδετέρου εύρετρα [ˈevretra]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Finderlohn Finderlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m εύρετρα εύρετρα