εύνοια
[ˈevnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gunstθηλυκό | Femininum, weiblich fεύνοια ευνοϊκό συμφέρονεύνοια ευνοϊκό συμφέρον
- Wohlwollenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεύνοια ευμενής διάθεσηεύνοια ευμενής διάθεση