„εύθραυστος“ εύθραυστος [ˈefθrafstos], εύθραυστη, εύθραυστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerbrechlich zerbrechlich εύθραυστος εύθραυστος