εχθρότητα
[exˈθrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Feindschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fεχθρότηταFeindseligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεχθρότηταεχθρότητα