εφοδιάζομαι
[efoðiˈazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich eindecken (με mit)εφοδιάζομαι προμηθεύομαι τα αναγκαίαεφοδιάζομαι προμηθεύομαι τα αναγκαία