„εφεδρείες“: πληθυντικός θηλυκού εφεδρείες [efeˈðries]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reservetruppen Reservetruppenπληθυντικός | Plural pl εφεδρείες εφεδρείες