„εφαρμοστός“ εφαρμοστός [efarmosˈtos], εφαρμοστή, εφαρμοστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hauteng, eng anliegend hauteng, eng anliegend εφαρμοστός ρούχο εφαρμοστός ρούχο