„ευωδιαστός“ ευωδιαστός [evoðjasˈtos], ευωδιαστή, ευωδιαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) duftend, wohlriechend duftend, wohlriechend ευωδιαστός ευωδιαστός