„ευφημιστικός“ ευφημιστικός [efimistiˈkos], ευφημιστική, ευφημιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) euphemistisch euphemistisch ευφημιστικός ευφημιστικός