„ευφημισμός“: αρσενικό ευφημισμός [efimizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Euphemismus Euphemismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευφημισμός ευφημισμός