„ευτύχημα“: ουδέτερο ευτύχημα [efˈtiçima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glücksfall Glücksfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευτύχημα ευτύχημα