„ευσυνειδησία“: θηλυκό ευσυνειδησία [efsiniðiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewissenhaftigkeit Gewissenhaftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ευσυνειδησία ευσυνειδησία