„ευρύχωρος“ ευρύχωρος [eˈvrixoros], ευρύχωρη, ευρύχωροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geräumig, weiträumig geräumig, weiträumig ευρύχωρος ευρύχωρος