ευνοώ
[evnoˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- begünstigenευνοώευνοώ
- bevorzugenευνοώ προτιμώευνοώ προτιμώ
- helfen (+δοτική | +Dativ+dat)ευνοώ υποβοηθώευνοώ υποβοηθώ