„ευμνημόνευτος“ ευμνημόνευτος [evmniˈmoneftos], ευμνημόνευτη, ευμνημόνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einprägsam einprägsam ευμνημόνευτος ευμνημόνευτος